βούβαλος

βούβαλος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βούβαλος" в других словарях:

  • βούβαλος — buffalo masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούβαλος — Θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των βοοειδών, της τάξης των αρτιοδακτύλων. Από την Ινδία, όπου πρώτα εξημερώθηκε σε αρχαιότατα χρόνια, πέρασε στη Συρία και στις βαλτώδεις περιοχές της Ουγγαρίας και της Βαλκανικής. Ο β. εκτρέφεται για την… …   Dictionary of Greek

  • βούβαλος — ο το βουβάλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βουβάλοις — βούβαλος buffalo masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβάλου — βούβαλος buffalo masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβάλους — βούβαλος buffalo masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουβάλων — βούβαλος buffalo masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούβαλοι — βούβαλος buffalo masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούβαλον — βούβαλος buffalo masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BUBALUS — I. BUBALUS Graece βούβαλος, in Graeca Versione Deuteron. c. 14. v. 5. et 1. Regum c. 4. v. 23. non significat, quod hodie, bovis silvestris genus, sed capreae potius; unde Hesychius δορκάδιον, i. e. capreolum, explicat. Alii tamem bubalum a… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κοιλόκερα — Γενική ονομασία των θηλαστικών αρτιοδακτύλων που έχουν κοίλα (κούφια) κέρατα, τα οποία είναι γενικώς απλά, μόνιμα και κοινά στα δύο φύλα. Η κερατοειδής θήκη, επιθηλιακής προέλευσης, περιβάλλει την προεξοχή του μετωπιαίου οστού. Στα κ. ανήκουν το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»